κοπολάτης

κοπολάτης
κοπολάτης, ὁ (Μ)
1. άτομο που κοπιάζει, που εργάζεται σκληρά
2. συνεκδ. φτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπος + -λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. γαϊδουρο-λάτης, ζευγο-λάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”